απεριτείχιστος

απεριτείχιστος
-η, -ο
μη περιτειχισμένος, ατείχιστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απεριτείχιστος — η, ο ατείχιστος, ανοχύρωτος: Η Σπάρτη σ όλη την αρχαιότητα ήταν απεριτείχιστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαλούπιαστος — η, ο [καλουπιάζω] 1. αυτός που δεν έχει μπει σε καλούπι, σε μήτρα, δεν πήρε σταθερή μορφή 2. απεριτείχιστος, απερίφραχτος (κήπος, περιοχή) 3. μτφ. κακοπλασμένος, δύσμορφος …   Dictionary of Greek

  • ακύκλωτος — η, ο (Μ ἀκύκλωτος, ον) 1. αυτός που δεν κυκλώθηκε ή δεν μπορεί να κυκλωθεί 2. άφρακτος, απεριτείχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ρημ. επίθ. κυκλωτός < κυκλῶ, κυκλώνω*] …   Dictionary of Greek

  • αμάντρωτος — και αμάνδρωτος, η, ο [μαντρώνω] 1. αυτός που δεν έχει περιφραχθεί με μάντρα, απεριτείχιστος 2. (για ποίμνια και άλλα ζώα) αμάντριστος*. 3. αυτός που δεν φυλάσσεται, δεν δέχεται περιορισμούς, ελεύθερος, αλλά και αυτός που δεν επιτηρείται, δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”